- ἀναφλογίζω
- ἀναφλογίζω,A = ἀναφλέγω, Call.Epigr.inc.2, AP12.127 (Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναφλογίζω — (Α ἀναφλογίζω) αναφλέγω, ανάβω, κάνω να βγει νέα φλόγα … Dictionary of Greek
αναφλογίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, εκθέτω κάτι ξανά στη φλόγα, εξάπτω, ερεθίζω: Με τη σύντομη ομιλία του ζήτησε να αναφλογίσει τα πατριωτικά τους αισθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναφλογίσαι — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφλόγισεν — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)